Είναι τελικά για την Θεσσαλονίκη η ‘’κρίση’’ ο μέγας αρχιτέκτονας; Αν ναι, σίγουρα αυτό δεν είναι κολακευτικό για τους κυβερνήτες, τους χωροτάκτες, και γενικά για όσους αποφασίζουν για την τύχη της πόλης.
Παραμονή της ΔΕΘ στον ιστορικό της χώρο! Μία γενναία απόφαση που θα επηρεάσει έντονα την πολεοδομική πορεία του πιο εύθραυστου σημείου της πόλης: του χρηστικά βεβαρυμένου κέντρου της. Ανεξαρτήτως θεσμικού – νομικού και ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ΔΕΘ, το δρομολογημένο Ειδικό Χωρικό Σχέδιο αφορά όλο το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης. Η περαιτέρω πορεία της ΔΕΘ, θα επηρεάσει αλυσιδωτά ως μητροπολιτική υποδομή και τον πιο μακρινό κάτοικο της πόλης. Ένα τέτοιο κρίσιμο χωρικό εγχείρημα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι ανάλογο με εγχείρηση ανοικτής καρδιάς.
Υπάρχει επίγνωση του γεγονότος;
Και ναι και όχι. Το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο του Εκθεσιακού Κέντρου Θεσσαλονίκης φαίνεται να καταγράφει την βαρύτητα του εγχειρήματος αλλά συγχρόνως, επικαλούμενο την πραγματική έλλειψη υπερκείμενου σχεδιασμού, αυτοπεριορίζεται στην τυπολατρική απάντηση θεσμικών ερωτημάτων και στην ψυχρή μεθοδολογία της σύνταξης της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ‘’…με σκοπό να συνεχιστούν και ενισχυθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας και να οριστικοποιηθεί η λειτουργία του φορέα στον υφιστάμενο χώρο’’. Όλο αυτό αποτελεί συνέχεια της μελέτης «Έργα ανάπτυξης των εκθεσιακών και συνεδριακών υποδομών της ΔΕΘ ΑΕ στη Θεσσαλονίκη» που είχε εξετάσει την μετεγκατάσταση της ΔΕΘ με γνώμονα την ανάπτυξη των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων.
Ανεξαρτήτως από το ποιοι παράγοντες υπαγόρευσαν την μη μετεγκατάστασή της στη Σίνδο, η παραμονή της ΔΕΘ στον ιστορικό της χώρο, όφειλε να ενεργοποιήσει σοβαρά έναν προβληματισμό που να αφορά εξ ίσου και την ευαίσθητη σχέση της με την πόλη. Μία παράμετρος που έπρεπε να μπει στην εξίσωση με μεγαλύτερη δόση αγωνίας, τόσο από επιστημονική δεοντολογία, αλλά και για τα συμφέροντα της ίδιας της ΔΕΘ. Η δυναμική αμφίδρομη σχέση τη ΔΕΘ με το κέντρο της Θεσσαλονίκης των 1.200.000 κατοίκων, είναι παράμετρος που μπαίνει στην εξίσωση πολύ διαφορετικά από την αντίστοιχη σχέση που θα ανέπτυσσε η ΔΕΘ με την πόλη στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου. Στην πρώτη περίπτωση η σχέση με την πόλη είναι ισχυρή παράμετρος χωρικού σχεδιασμού.
Στο σημείο αυτό η πρόταση πάσχει. Σίγουρα οι μελετητές δεν ήταν αδιάφοροι στο θέμα. Ωστόσο, η πρόταση περιορισμένη στα ιδιοκτησιακά όρια των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ, πάσχει ουσιαστικά, καθώς το γενικότερο ράθυμο περιβάλλον του πολεοδομικού σχεδιασμού υποβαθμίζει το αστικό γίγνεσθαι σε υπηρεσιακή υποχρέωση και αντιμετωπίζει την πολεοδομία ως παράθεση ποσοτήτων (δείκτες, συντελεστές, διαγράμματα, διατάγματα, νομικές ρυθμίσεις κλπ). Αντίθετα, ο πολεοδομικός (χωρικός) σχεδιασμός είναι επίσης project, είναι πνευματική δημιουργία, είναι συλλογικό όραμα που ο μελετητής οφείλει να εκφράζει (ακόμα και όταν συντάσσεται με ευρωπαϊκές οδηγίες).
Ανεξαρτήτως των προσωπικών εκτιμήσεων του γράφοντος επί του θέματος της μετεγκατάστασης της ΔΕΘ, στο παρόν κείμενο διατυπώνονται κάποια τεχνικά ερωτήματα πολεοδομικού προβληματισμού που αφορούν ποιότητες σχέσης του χώρου της ΔΕΘ με την πόλη. Παράλληλα, διατυπώνονται και εναλλακτικές δυνατότητες προσέγγισης.
(Α) Ας ξεκινήσουμε με την διαπίστωση ότι η Στρατηγική Μελέτη εκφράζει μόνο προθέσεις χωροθέτησης εντός των ιδιοκτησιακών ορίων των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ. Δεν διατυπώνει προτάσεις χωρικών ιεραρχήσεων και συσχετισμών ενός masterplan ούτε με τον περιβάλλοντα αστικό ιστό, ούτε στο πλαίσιο του σύγχρονου αστικού γίγνεσθαι της Θεσσαλονίκης. Έτσι, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων παραμένει ανολοκλήρωτη. Είναι μεγάλη η λίστα των απαντήσεων που πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες ως την διατύπωση μιας περιεκτικής πρότασης Χωρικού Σχεδιασμού. Μέσα στο ομιχλώδες περιβάλλον των θεσμικών εμποδίων τα ουσιαστικά ερωτήματα είναι δυσδιάκριτα.
Ωστόσο ενυπάρχουν.
(Β) Ας λάβουμε ως σημείο εκκίνησης προβληματισμού την χρήση του όρου ‘’Μητροπολιτικό Πάρκο’’ στο πλαίσιο της πρότασης για χωροθέτηση των κτηριακών εγκαταστάσεων στο ανατολικό και νότιο τμήμα του χώρου και διαμόρφωση ελεύθερων χώρων πρασίνου στο δυτικό τμήμα. Στην πρόταση, η βασική αυτή ιδέα κάνοντας ένα λεκτικό άλμα σχετίζεται με την ‘’… ένταξη του υφιστάμενου γηπέδου της ΔΕΘ σε μια αστική περιοχή που ορίζεται είτε ως Μητροπολιτικό Πάρκο είτε ως Μητροπολιτικό Κέντρο πόλης είτε ως Ζώνη Μητροπολιτικών Λειτουργιών’’. Στη ζώνη αυτή αποδίδεται ο όρος Ζώνη Άμεσης Επιρροής της περιοχής παρέμβασης (κεφ 4.1). Για τη σχέση του χώρου της ΔΕΘ με τη Ζώνη Άμεσης Επιρροής η πρόταση αναφέρει ότι ‘’… Η μελέτη του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου θα λάβει υπόψη του αυτήν την προσέγγιση, στο βαθμό που επηρεάζει το χώρο της ΔΕΘ’’. Εκεί τελειώνει κατά την πρόταση και η σχέση του χώρου της ΔΕΘ με τον ευρύτερο αστικό χώρο.
Πρώτο και κύριο σημείο λοιπόν: Έλλειμα χωρικών προτάσεων και συγκεκριμένων δυναμικών σχέσεων με την γύρω ζώσα και σφύζουσα πόλη σε ένα τόσο πλούσιο αστικό περιβάλλον. Τι βαθμού και τι ποιότητας ώσμωση απορρέει από την πρόταση ως προς την δυναμική ένταξη της ΔΕΘ στο ‘’Μητροπολιτικό Πάρκο’’, στο ‘’Μητροπολιτικό Κέντρο πόλης’’, στη ‘’Ζώνη Μητροπολιτικών Λειτουργιών’’; Ο χωρικός σχεδιασμός οφείλει να προτείνει σχέσεις χώρων, χρήσεων, λειτουργιών. Αν δεν προτείνονται σχέσεις, δεν προτείνεται ούτε πόλη. Η ‘’Μητροπολιτικότητα’’ είναι ακαθόριστη και μεταπίπτει σε λεκτική διαχείριση. Η πολεοδομική εγχείρηση ανοικτής καρδιάς κινδυνεύει να γίνει ‘’εκ των ενόντων’’.
(Γ) Ας δούμε όμως πως θα ήταν εφικτή η προοπτική πραγματοποίησης του Μητροπολιτικού Πάρκου. Ο όρος ‘’μητροπολιτικό’’, σημαίνει ευρεία χρήση και υποδομή για το σύνολο των κοινωνικών ομάδων της πόλης, σημαίνει ‘’προορισμός’’ πολυπληθών ομάδων σε περιφερειακό επίπεδο, σημαίνει ύπαρξη υποδομών προσπελασιμότητας από όλη την πόλη και για όλα τα μέσα μεταφοράς. Η έννοια του ‘’πάρκου’’ πραγματώνεται ως χώρος μεγάλης κλίμακας και χωρητικότητας, με πλούσια υποδομή πρασίνου και ανάλογες υπηρεσίες (αναψυχής, πολιτισμού, εκπαίδευσης). Η ζώνη των 60 περίπου στρεμμάτων ελεύθερων χώρων και πρασίνου που προτείνεται είναι μία έκταση περιορισμένης χωρητικότητας σε άμεση γειτνίαση με οδικούς άξονες έντονης κυκλοφορίας, σχεδόν ισοδύναμη με την προς δυσμάς περιοχή πρασίνου πέριξ του θεάτρου Κήπου, που επ’ ουδενί λόγο δεν μπορεί κανείς να τη φανταστεί ως Μητροπολιτικό Πάρκο.
Θα ήταν διαφορετικό αν η πρόταση εμπεριείχε με τρόπο σαφή τη προοπτική ενοποίησης των αποκομμένων μεταξύ τους περιοχών πρασίνου, π.χ. από το πανεπιστημιακό campus ως τον άξονα της Νέας Παραλίας (με προοπτικές περεταίρω ενοποιήσεων: Κοιμητήρια Ευαγγελίστριας, Κήποι του Πασά όπως αναφέρεται στη Στρατηγική Μελέτη). Όσο δύσκολη και αν είναι η πραγματοποίηση του τεχνικά και οικονομικά, μόνο τότε η ενοποιημένη ζώνη πρασίνου, εμπλουτισμένη με τις ανάλογες εγκαταστάσεις αναψυχής, πολιτισμού και εκπαίδευσης θα μπορούσε να διεκδικήσει τίτλο μητροπολιτικής υποδομής. Σε αυτή τη περίπτωση ο χώρος πρασίνου της ΔΕΘ θα αποτελούσε τμήμα του, θα υποστηριζόταν πολλαπλά από αυτό και θα υποστήριζε το Πάρκο.
Θα μιλούσαμε τότε για μία επέμβαση μητροπολιτικής κλίμακας που, κατά την άποψη του γράφοντος, επιβάλλεται λόγω της φύσης του εγχειρήματος. Θα ήταν ένα πολεοδομικό project πιο συνεπές προς την πολεοδομική βαρύτητα της αναδόμησης του χώρου της ΔΕΘ. Ένα project που είναι αυτονόητο ότι ξεπερνά τα όρια του ιδιοκτησιακού χώρου της. Η απόφαση για παραμονή της ΔΕΘ στο χώρο τους δεν είναι ένα απλό project αναβίωσης (rehabilitation) ή επανάχρησης (reuse). Θα έπρεπε να είναι εγχείρημα συντεταγμένης αστικής αναμόρφωσης (urban reform) ενός εκ των πλέον νευραλγικών σημείων της πόλης, και μία σοβαρή ευκαιρία αστικής αναγέννησης (urban regeneration). Η έρευνα που οδήγησε στην παραμονή της ΔΕΘ στο κέντρο της πόλης, έπρεπε να περιέχει εξ αρχής ως αυτονόητο επακόλουθο και την προοπτική της αναδόμησης της ευρύτερης περιοχής.
Παρενθετικά καταθέτω, ότι στο ίδιο πλαίσιο προβληματισμού θα ήταν ίσως σκόπιμο να επενδυθεί χρόνος και ενέργεια προς την κατεύθυνση της μελλοντικής επέκτασης της ΔΕΘ στις εγκαταστάσεις του στρατοπέδου του 3ου Σώματος Στρατού (ή σε τμήμα του). Η προοπτική αυτή εμπεριέχει πολλαπλά ευεργετήματα: λειτουργεί ευνοϊκά ως προς την αναβάθμιση δομικών και χωρικών στοιχείων του πολεοδομικού ιστού (αύξηση και καταλληλότερη χωροθέτηση της ζώνης πρασίνου στη ΔΕΘ, ενεργοποίηση χώρου στρατοπέδου, επανεκτίμηση του ρόλου του άξονα 3ης Σεπτεμβρίου) και επίσης ως προς τη δημιουργία ενός πολύ πλούσιου σε αστικές ποιότητες Μητροπολιτικού Πάρκου.
(Δ) Δύο συναφή θέματα προβληματισμού εγείρονται ως συνέχεια.
Το πρώτο σχετίζεται με την αγωνιώδη προσπάθεια της Θεσσαλονίκης να αναβαθμισθεί ως πόλη. Ποια πόλη θέλουμε; την μονοκεντρική, έτσι όπως αναπτύχθηκε από την εποχή της πρώτης επέκτασης εκτός των τειχών στα μέσα του 19ου αιώνα, ή μία πολυκεντρική όπως είχε αρχίσει να μετεξελίσσεται στην ύστερη περίοδο πριν τη ‘’κρίση’’. Η ‘’κρίση’’, που όπως έχει ειπωθεί επέβαλε τη λύση της μη μετεγκατάστασης της ΔΕΘ, αλλοίωσε συγχρόνως και την δυναμική της ανάπτυξης της πόλης, αποδυναμώνοντας τα εύθραυστα (κυρίως εμπορικά) περιφερειακά κέντρα, επιστρέφοντας πάλι στην μονοκεντρική πόλη.
Ωστόσο διαβάζουμε στο κεφ. 4.3.2 της Στρατηγικής Μελέτης: ‘’…Ο ανασχεδιασμός του Εκθεσιακού Κέντρου αποτελεί μοναδική επιλογή όχι μόνο διότι οι άλλες λύσεις δεν μπορούν να υποστηριχθούν οικονομικά από τις παρούσες οικονομικές θέσεις και δεδομένα αλλά διότι θα συμβάλλει στην ενίσχυση της μονοκεντρικότητας της Θεσσαλονίκης.’’ (!!)
Είναι μία θέση που επιστημονικά με εκπλήσσει.
Πόση ένταση μονοκεντρικότητας αντέχει η περιοχή; με τι χωρικό και λειτουργικό τίμημα; Πως αξιολογείται από την σκοπιά της πόλης η παραμονή της ΔΕΘ ως ένταση χρήσης δίπλα στο εμπορικό κέντρο, δίπλα στο πανεπιστημιακό campus, δίπλα στα μουσεία, που έχει ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της μονοκεντρικότητας αυτής της πόλης των 1.200.000 κατοίκων;
Στη Μελέτη (κεφ. 4.3.2) γίνεται αναφορά σε ‘’…αναπροσανατολισμό της βασικής δραστηριότητας σε περισσότερο καινοτόμες μορφές διοργάνωσης εκθέσεων με ταυτόχρονο άνοιγμα σε εκδηλώσεις και δραστηριότητες που θα απευθύνονται στο ευρύ κοινό της πόλης…’’. Το θέμα είναι πολυπαραμετρικό και δεν απαντιέται εύκολα. Είναι όμως απαραίτητο να συνεκτιμηθεί με ιδιαίτερη προσοχή.
(Ε) Το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με την διατήρηση της θλιβερής δυσλειτουργίας των υποδομών κυκλοφορίας και στάθμευσης σε όλη την ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια όχι μόνο των μεγάλων εκθεσιακών γεγονότων (Διεθνής Έκθεση, Agrotica κλπ), οπότε παραλύει ολόκληρο το κέντρο της πόλης. Η πρόταση κάνει αναφορά σε ‘’υπόγειους χώρους στάθμευσης’’, θίγει την ανάγκη μελέτης κυκλοφορίας σε επόμενο στάδιο και δεν την συνεκτιμά στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Αρχίζει κανείς να σκέφτεται ότι η διαφορά μεταξύ μεταφοράς της ΔΕΘ στη Σίνδο και παραμονής της στο κέντρο είναι ότι πολλές από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν συνεκτιμώνται στη μελέτη γιατί καλείται να τις αναλάβει αργότερα η πόλη.
Ωστόσο, η παραμονή της ΔΕΘ στον ίδιο χώρο οφείλει να συνοδευτεί εξ αρχής από την αναδόμηση όλων των υποδομών κυκλοφορίας και στάθμευσης στην ευρύτερη περιοχή ως μέρος της πρότασης
Το ερώτημα πρέπει να τεθεί ειλικρινά και να απαντηθεί αποφασιστικά ως ουσιαστική παράμετρος του χωρικού σχεδιασμού και όχι με γκρίζες αποφάσεις που θα υποθηκεύσουν και πάλι σε βάθος χρόνου την ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών (βλέπε μετρό). Η ύπαρξη δε αρχαιοτήτων στο οικόπεδο (που είναι γνωστή όπως ήταν και στο έργο του μετρό), πρέπει να συνυπολογιστεί.
(Ζ) Τέλος, να υπογραμμίσω ότι οι όποιες επιλογές ανάλογα με τη διαχείριση του θέματος, θα συμβάλλουν ή όχι προς μία νέα αντίληψη της δομής και χρήσης του αστικού χώρου, κτισμένου και ελεύθερου και κυρίως, στο πάντα επίκαιρο ζήτημα της αναζήτησης του δημόσιου χώρου, που είναι αναπόσπαστο τμήμα της βιωσιμότηταςκαι ανθεκτικότητας της πόλης. Αν ρίξουμε μια ματιά στο αρχικό σχέδιο του Hebrard (του οποίου η ανάμνηση υπάρχει αμυδρά στην υφιστάμενη κατάσταση), θα διαπιστώσουμε πόσο πιο ενιαίος ήταν ο χώρος πρασίνου στην αρχική σύλληψη του 1918 και πόσο διαφορετική ήταν η σχέση κτισμένου και ελεύθερου χώρου.
Δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε λογική η προσπάθεια αναβίωσης αυτής της αντίληψης χωρικού σχεδιασμού. Είναι όμως οικεία και ικανή να υπενθυμίσει τι σημαίνει συνολική αντιμετώπιση των σοβαρών πολεοδομικών θεμάτων που ενυπάρχουν πίσω από την απόφαση της παραμονής της ΔΕΘ στην τωρινή της θέση, που τελικά ξεπερνούν τα όρια της φυσικής ιδιοκτησία της. Η ΔΕΘ και το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι τόσο άρρηκτα δεμένα που η οποιαδήποτε πετυχημένη επιλογή θα λειτουργεί ευεργετικά και προς τις δύο πλευρές. Αντίθετα, κάθε εσφαλμένη κίνηση θα είναι περιβαλλοντικά επιβαρυντική για την καρδιά της πόλης και κατατάσσεται στις ‘’απειλές’’ για την επένδυση και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της ΔΕΘ- HELEXPO.