Οι Μικροί Αρχιτεκτονικοί Διαγωνισμοί του ΤΕΕ και το αναπτυξιακό μοντέλο της κεντρικής Μακεδονίας

bridge image

Νίκος Σουλάκης

Δρ Αρχιτέκτων Μηχανικός

μέλος της Μόνιμης Επιτροπής Αρχιτεκτονικών Θεμάτων του ΤΕΕ/ΤΚΜ 2010-2014

Η έννοια του δημόσιου χώρου της πόλης είναι ένας πλούσιος θεματικός κύκλος με πολλαπλές προσεγγίσεις –κριτικής- θεωρίας του αστικού σχεδιασμού, αλλά και στους τομείς της αστικής γεωγραφίας, των κοινωνικών επιστημών και της κοινωνικής οικονομίας, της φιλοσοφίας και των εικαστικών τεχνών. Η χωρική παραγωγή του έχει περάσει στη διάρκεια της ιστορίας από πολυάριθμες φάσεις και κάθε φορά εκφράζει την οργάνωση και κοσμοθεωρία της κοινωνίας που τον δημιουργεί. Ανεξαρτήτως των συνθηκών που παράχτηκε, ο δημόσιος χώρος ήταν πάντα χώρος κοινωνικής συνάθροισης (όχι απλός ‘’τόπος συγκέντρωσης’’, που αποτελεί ένα μόνο μέρος της ευρύτερης έννοιας του κοινωνικού χώρου), ανοικτός σε περιορισμένο ή σε ευρύτερο αριθμό κοινωνικών ομάδων.

Η σύγχρονη προσέγγιση επιγραμματικά τοποθετεί τον δημόσιο αστικό χώρο ως κοινωνικό χώρο που είναι ανοικτός και προσπελάσιμος χωρίς διακρίσεις από το σύνολο των πολιτών με έντονη τη περιβαλλοντική διάσταση ως απαραίτητο στοιχείο της αστικής ζωής. Η έννοια της προσβασιμότητας αποτελεί πλέον κριτήριο ποιότητας του σχεδιασμού των δημόσιων χώρων. Οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάρκα και οι παραλίες θεωρούνται δημόσιος χώρος. Συνάμα, οι όψεις των κτηρίων (ιδιωτικών και μη) που περιβάλουν τον χρηστικό δημόσιο χώρο και συνδιαμορφώνουν με αυτόν το –δημόσιο- αστικό τοπίο συμπεριλαμβάνονται πλέον στη θεώρηση του δημόσιου χώρου ως αναπόσπαστο στοιχείο του.

Ως απόρροια αυτού του πλαισίου προσέγγισης, κατά την τελευταία περίοδο ενισχύεται στη διεθνή εμπειρία η απόδοση δημόσιων χώρων με ιστορικά εξειδικευμένες χρήσεις στο σύνολο των πολιτών (π.χ. λιμάνια). Οι αναπλάσεις αυτές αποκτούν έντονο αστικό συμβολισμό και σε πολλές περιπτώσεις εμβληματικό χαρακτήρα (φωτο 1).

   φωτo 1

Στην περίπτωση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης τα παραπάνω στοιχεία δεν υφίστανται με καθαρότητα ούτε ως προς τον ορισμό του δημόσιου χώρου ούτε ως προς την δυναμική της διεκδίκησή του ως κοινωνικό αγαθό.

Κατ’ αρχήν η πόλη πάσχει εκ γενετής από έλλειψη σχεδιασμένων δημόσιων χώρων με εξαίρεση ολιγάριθμες πλατείες του κέντρου. Συγχρόνως, ο μεγάλος πρωταγωνιστής του αστικού τοπίου της, οι δρόμοι, είναι αποτέλεσμα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και επάλληλων οικοδομικών κανονισμών, εξαιρέσεων και παρεκκλίσεων όπου δεν υπάρχει μέριμνα για την ποιότητα του αστικού τοπίου. Εξαίρεση και εδώ αποτελούν συγκεκριμένοι δρόμοι του κέντρου που διαμορφώθηκαν πριν την ανοικοδόμηση πάνω σε συγκροτημένο σχέδιο χαράξεων των οδών (σχέδιο Hebrard) και διατηρούν το κτηριακό αποθεματικό τους, διασώζοντας κάποια ποιοτικά στοιχεία συγκεκριμένου αστικού χαρακτήρα: αυτού που κατανοούμε συλλογικά ως ‘’Θεσσαλονίκη’’ ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής μας στη πόλη.

Η έλλειψη συγκροτημένων σχεδίων και η αισθητική κληρονομιά που άφησαν γενιές εργολάβων-κατασκευαστών και οικοπεδούχων δεν δημιούργησαν προϋποθέσεις για την διαμόρφωση υψηλού αισθητικού κριτηρίου στους κατοίκους της πόλης, ούτε διεκδικήσεις για ποιοτικό δημόσιο χώρο. Αντίθετα, πήραν μεγάλη διάσταση τα φαινόμενα της καταπάτησης και της ιδιοποίησής του. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην σταδιακή υποβάθμιση, στην ασάφεια του ορισμού του και στην απαξίωση του δημόσιου χώρου. Οι συνέπειες όμως είναι σοβαρότερες όσον αφορά στην συρρίκνωση της συλλογικής έκφρασης της κοινότητας των κατοίκων και την απομείωση του πολιτισμού του δημόσιου χώρου. Ο δημόσιος χρηστικός χώρος της πόλης ως αστική υποδομή είναι πενιχρή όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ως ένταση χρήσης και συμβολισμού. Επί πλέον, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται ένα τεράστιο έλλειμμα γνώσης που έχει το ευρύ κοινό για τα οφέλη του δημόσιου χώρου ως κοινό αγαθό έναντι των ‘’ωφελειών’’ που αποκομίζει από την ιδιοποίησή του (φωτο 2).

  φωτo 2

Η ζωτική σημασία του δημόσιου χώρου ως χώρου κοινωνικής έκφρασης και διαμόρφωσης αστικού πολιτισμού δεν περιορίζεται στους επώνυμους κεντρικούς δημόσιους χώρους της πόλης. Σχετίζεται εξ ίσου και με τον δημόσιο χώρο μικρής κλίμακας και τοπικής χρήσης στην περιφέρεια, καθόσον και εκεί παράγεται ανάλογο κοινωνικό αποτέλεσμα. Μπορούμε να φαντασθούμε ότι αν οι κεντρικοί επώνυμοι και με έντονο συμβολισμό δημόσιοι χώροι αποδυναμώνονται από τα φαινόμενα που περιγράψαμε, οι περιφερειακοί δημόσιοι χώροι για τους ίδιους λόγους μπορούν να απογυμνωθούν από την συλλογική τους διάσταση με άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Η διαφύλαξη και ενδυνάμωσή τους είναι λοιπόν εξ ίσου σημαντική για μία ευνομούμενη και δίκαια πόλη.

Η Μόνιμη Επιτροπή Αρχιτεκτονικών Θεμάτων του ΤΕΕ/ΤΚΜ της θητείας 2010-2014 στόχευσε εξ αρχής στα θέματα ανάκτησης του δημόσιου χώρου της πόλης. Η Επιτροπή ενσωμάτωσε μία κριτική στάση απέναντι στην κυρίαρχη αντίληψη για την διαχείριση του δημόσιου χώρου που είναι συνήθως εντοπισμένη στους επώνυμους χώρους μεγάλης κλίμακας. Η προσοχή της εντοπίστηκε στην επισκόπηση του απαξιωμένου και μικρής κλίμακας δημόσιου χώρου ως ζωτικού χώρου της καθημερινότητας των κατοίκων της και εκφράστηκε μέσω της διοργάνωσης των Μικρών Αρχιτεκτονικών Διαγωνισμών.

Η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί μέχρι την ανάκτηση του δημόσιου χώρου περνάει σε πρώτο στάδιο από την αναγνώριση και καταξίωση της αξίας του ως δημόσιο αγαθό, κατόπιν η ανάκτησή του οφείλει να απαιτηθεί συλλογικά και συγχρόνως να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί δημιουργίας και διατήρησής του. Η συνεισφορά της Μόνιμης Επιτροπής Αρχιτεκτονικών Θεμάτων εντοπίστηκε στην αναγνώριση της αξίας του διάσπαρτου αδρανούς αποθεματικού δημόσιου χώρου όπου κι αν είναι αυτό διαθέσιμο στο σύνολο της πόλης και στο ξεκίνημα μίας συστηματικής διαδικασίας ανάκτησής του μέσω της πραγματοποίησης αναπλάσεων μικρού προϋπολογισμού σε δεύτερο χρόνο.

Μπορεί η ανάπλαση αυτών των χώρων να έχει και αναπτυξιακή διάσταση; και πόσο μπορεί να είναι μέρος ενός ευρύτερου αναπτυξιακού μοντέλου;

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα οφείλει να είναι θετική. Και λέω οφείλει διότι αφενός μεν οι οικονομικές συνθήκες του παρόντος δεν επιτρέπουν μη στοχευμένες οικονομικές κινήσεις και επενδύσεις και αφετέρου οι συνθήκες του δημόσιου χώρου της Θεσσαλονίκης έχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης προς κάθε κατεύθυνση με μεγάλο προσδόκιμο επιτυχίας. Το ερώτημα μετατοπίζεται στο ποιες είναι οι κατάλληλες κινήσεις ώστε η ανάπλαση του δημόσιου χώρου να έχει ανταποδοτικά οφέλη.

Κατ’ αρχήν η αναβάθμιση του δημόσιου χώρου δεν ανταποκρίνεται στη λογική της αγοράς ακινήτων (δημιουργία υπεραξίας από το προϊόν που αξιοποιείται στο πλαίσιο μιας υφιστάμενης αγοράς με όρους ανταγωνισμού). Ο δημόσιος χώρος είναι μία υποθηκευμένη αξία που ενεργοποιείται από την ανάπλασή του απευθυνόμενος στο σύνολο του πληθυσμού η/και των επισκεπτών της πόλης, δηλαδή σε έναν μεγάλο αριθμό δυνάμει χρηστών που βρίσκονται ήδη εν αναμονή της χρήσης του.

Η αναβάθμισή του μπορεί να δημιουργήσει ή να δυναμοποιήσει υπεραξία-ες σε πολλαπλά επίπεδα (κοινωνικό, ιδιωτικό, κλαδικό, τοπικό κλπ.), ανάλογα με τα στοιχεία που πλαισιώνουν το πρόγραμμα της ανάπλασής του και ανάλογα με την εκάστοτε στόχευση (π.χ. η αναβάθμιση του δημόσιου χώρου με στόχευση την ανάδειξη της μνημειακότητας και της ιστορικής του διάστασης ενεργοποιεί διαφορετικούς οικονομικούς τομείς και έχει διαφορετική βαρύνουσα σημασία για τη κοινωνική συνοχή σε σχέση με την ανάπλαση μιας παραλιακής ζώνης αναψυχής με γνώμονα την τουριστική προώθηση).

Σημαντικός λοιπόν παράγοντας είναι η καθαρότητα των στόχων της αναβάθμισης. Ως πολλαπλασιαστής όμως του οφέλους και με αναπτυξιακές προοπτικές λειτουργεί η ένταξη των επί μέρους επεμβάσεων ανάπλασης σε ευρύτερα προγράμματα με πολλαπλή στόχευση που καλύπτουν όλες τις παραμέτρους της βιώσιμης ανάπτυξης: οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές (φωτο 3).

φωτo 3

Ομοίως συμβαίνει και με την ανάπλαση του περιφερειακού δημόσιου χώρου σε επίπεδο γειτονιάς. Η αναζωογόνηση τοπικών οικονομιών και η ενδυνάμωση της συνοχής της τοπικής κοινωνίας συγκαταλέγονται στα άμεσα οφέλη. Ωστόσο τα πολλαπλά οφέλη προκύπτουν από την ένταξη σε ευρύτερα δίκτυα μέσα στον αστικό ιστό. Οι δράσεις ανάπλασης του αδρανούς αποθεματικού του δημόσιου χώρου μικρής κλίμακας θα έχει πολλαπλή ανταποδοτική αξία και αναπτυξιακή διάσταση σε άμεση σχέση με την αναβάθμιση υποδομών μετακίνησης και, ιδιαίτερα για την Θεσσαλονίκη, η κατά το δυνατόν ιδιαίτερη έμφαση στα δημόσια μέσα μεταφοράς, στοχεύοντας συγχρόνως σε θέματα αστικής ένταξης και βιώσιμης κινητικότητας με στόχο μία πιο ισόρροπη αστική ανάπτυξη σε επίπεδο πολεοδομικού συγκροτήματος (φωτο 4).

  φωτo 4

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η αναβάθμιση του απαξιωμένου και μικρής κλίμακας δημόσιου χώρου μπορεί και πρέπει να αποτελέσει μέρος ενός ευρύτερου αναπτυξιακού μοντέλου, που θα συνδέσει το κύτταρο της γειτονιάς με την ενότητα της ευρύτερης αστικής και υπεραστικής περιφέρειας ως μέρος ενός ευρύτερου αναπτυξιακού μοντέλου (φωτο 5).

  φωτo 5