Για τη μεθόδευση των αναπλάσεων στη Θεσσαλονίκη

bridge image

Με αφορμή το άρθρο του συνάδελφου Γιάννη Αγγελίδη, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 394 της 1/4/2010 με τίτλο «Ανάγκη η βιώσιμη κινητικότητα & έξυπνη ανάπτυξη για τη Θεσσαλονίκη» και ανταποκρινόμενος στο κάλεσμά του για συνέχιση αυτού του διαλόγου, προσθέτω τα εξής:

Κατ’ αρχήν συμφωνώ με όλα όσα παραθέτει ο συνάδελφος και κατανοώ την επιπρόσθετη εκ θέσεως ευαισθησία του στα θέματα που αφορούν στα πραγματικά ανύπαρκτα δικαιώματα των πεζών. Όμως πιστεύω ότι διολισθαίνει, με όλη την καλή διάθεση να περιγράψει πλήρως το αναπτυξιακό πρόβλημα της πόλης μας, στο συνηθισμένο λάθος του παρελθόντος: να πει και να προτείνει τα πάντα.

Το στίγμα των επεμβάσεων που προτείνει, με το οποίο συμφωνώ απόλυτα και συστρατεύομαι, σε καμία πόλη του κόσμου δεν εφαρμόστηκε αυτούσιο και ολοκληρωμένο όπως περιγράφεται. Τα περιγραφόμενα μέτρα πράγματι είναι ένα σύνολο ενεργειών που ορίζονται κάτω από την ομπρέλα των εκφρασμένων αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης (παραλείπεται μόνο κάτι σημαντικό που θα αναφέρω παρακάτω). Όμως ακόμα και σε πόλεις με κοινότητες πολύ πιο ευαισθητοποιημένες κοινωνικά και με μεγάλο σεβασμό απέναντι στην έννοια του πολίτη είτε ως άτομο είτε ως μέλος μεγαλύτερων ομάδων ή μειονοτήτων (με μία λέξη πιο ‘’πολιτισμένες’’), δεν έχουν εφαρμοσθεί όλα τα προτεινόμενα μέτρα συγχρόνως.

Και αυτό διότι κάθε πόλη που έχει δουλέψει ουσιαστικά σε αυτά τα θέματα ανάπλασης (στην μεγάλη πλειοψηφία τους ευρωπαϊκές πόλεις) και έχει εφαρμόσει ανάλογες πρακτικές, έχει δώσει τις απαντήσεις στα αντίστοιχα δικά της προβλήματα. Να μην ξεχνάμε ότι για τη Θεσσαλονίκη, το διεκδικούμενο αποτέλεσμα θα είναι προϊόν ανάπλασης και όχι κάτι που εφαρμόζεται εκ γενετής (για να μπορούμε να συγκρίνουμε αντίστοιχες ποιότητες).

Η Θεσσαλονίκη, όπως κάθε πόλη, είναι ένας σύνθετος, δομημένος και μοναδικός φυσικός οργανισμός. Και όπως κάθε πόλη, έχει τα δικά της πολεοδομικά προβλήματα εκφρασμένα με την ίδια μοναδικότητα. Δεν είναι με τον ίδιο τρόπο επιλύσιμο το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης, της Νάπολης, της Μασσαλίας, του Καΐρου, της Κωνσταντινούπολης. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο με τις ιατρικές παθογένειες όπου δεν υπάρχουν ασθένειες, αλλά ασθενείς στους οποίους η ασθένεια εκδηλώνεται με ιδιαίτερη κάθε φορά συμπτωματολογία, έτσι και στον οργανισμό των πόλεων τα ίδια γενικά συμπτώματα της ασθένειας παίρνουν ειδικά χαρακτηριστικά.

Η μοναδικότητα κάθε πόλης δεν επιτρέπει να υπάρχουν ούτε a priori συνταγές για την επίλυση των πολεοδομικών της προβλημάτων, ούτε συνταγές που να μεταφυτεύονται έξωθεν. Χρειάζεται τη δική της συνταγή.

Οφείλουμε λοιπόν να σκεφθούμε πώς
(α) Οι προτάσεις αντιστροφής των φαινόμενων της αστικής υποβάθμισης της Θεσσαλονίκης πρέπει να βασίζεται στην
αποδοχή και αναγνώριση της ιδιαιτερότητας των συμπτωμάτων της και
(β) τα προβλήματα που συσσωρεύθηκαν είναι
αποτέλεσμα των δικών μας επιλογών μας ως κοινότητα και είναι καταγραμένα στο DNA της πόλης. Ενδεχομένως πολλές καινοτόμες ιδέες θα βρουν σθεναρή αντίσταση από εμάς τους ίδιους (ως κοινότητα) αν δεν ανταποκρίνονται σε κάτι συλλογικά πιο αποδεκτό. Εξ άλλου η κοινωνική συναίνεση είναι μία από τις πιο σημαντικές παραμέτρους σε όλα τα επιτυχημένα εγχειρήματα αστικών αναπλάσεων μέσα από τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, με κορυφαίο παράδειγμα την περίπτωση της Βαρκελώνης.
Ίσως η έλλειψη συναίνεσης στη σύνταξη των μέχρι τώρα πολυάριθμων -όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο άρθρο- προτάσεων ήταν ένας από τους λόγους της αποτυχίας τους. Ως πολεοδόμοι πρέπει να γνωρίζουμε όμως ότι και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων αποτυπώνονται στην πόλη και το γεγονός αυτό πρέπει να ληφθεί σοβαρότατα υπόψη. Ίσως μάλιστα από εκεί πρέπει να αρχίσει η πορεία προς τη βιώσιμη ανάπτυξη με στρατηγικές δημιουργίας κλίματος συναίνεσης.
Επί πλέον, στο τεχνικό επίπεδο, στην περίπτωση των μέχρι τώρα προτάσεων για την πόλη, παρόλο που η Θεσσαλονίκη είναι παραδειγματική πόλη ως προς το γεγονός ότι το ιστορικό της κέντρο (πρόταση E.Hebrard) έχει αποτελέσει το πρότυ- πο μοντέλο των επεκτάσεών της αλλά και όλης της σύγχρονης ελληνικής πολεοδομίας, φαίνεται να μην υπάρχει η κατάλληλη τεχνική επεξεργασία των παραμέτρων ανάλυσης στο πλαίσιο των εκάστοτε προτάσεων. Μοιραία, τα συμπεράσματα της διάγνωσης δεν εντοπίζουν τις ιδιαιτερότητες της πόλης ώστε να αποτελέσουν στη συνέχεια τη βάση για τη διατύπωση ουσιαστικών προτάσεων επέμβασης. Αυτό εξηγεί εν μέρει και τις πολυάριθμες φιλολογικο-συναισθηματικο-ιδεολογικές τοποθετήσεις επί της πολεοδομικής παθολογίας της Θεσσαλονίκης οι οποίες δεν έχουν βρεθεί ακόμα αντιμέτωπες με μία επιστημονική τεκμη- ρίωση. Η
έλλειψη τεκμηρίωσης με τεχνικούς όρους συνεπάγεται αδυναμία διατύπωσης ουσιαστικών προτάσεων ανάσχεσης της διαγνωσμένης αστικής υποβάθμισης.
Όσον αφορά στην προτεινόμενη
στρατηγική αντιμετώπισης των προβλημάτων (κεφ.2), διαφωνώ πλήρως ότι οι προτεινόμενες κατευθύνσεις μελετών και έργων μπορούν να πραγματοποιηθούν με χαμηλό κόστος ‘’...ώστε να έχουν πιθανότητα υλοποίησης στην τρέχουσα συγκυρία...’’. Και τούτο διότι ακόμα και οι απλές προτάσεις αναπλάσεων πόλεων ήταν και είναι πάντοτε υψηλών προϋπολογισμών στο σύνολο της διαδικασίας. Και δεν είναι τυχαίο ότι σε όλα τα παραδείγματα αναπλάσεων πάντα υπήρξε υπέρβαση του αρχικού προϋπολογισμού όσο υψηλός και να είναι. Πόσο μάλλον για προτάσεις όπως η "προτεραιότητα στη βιώσιμη μη μηχανοκίνητη κινητικότητα" καθώς και για τις λοιπές –καθ’ όλα αποδεκτές- προτάσεις του άρθρου που κρύβουν καινοτομίες (σε σχέση με τις τρέχουσες πρακτικές). Παραδείγματος χάριν, που θα μετακινηθούν τα σταθμευμένα οχήματα που έχουν κατακυριεύσει τους χώρους όπου θα αναπτυχθούν οι νέες υποδομές για την μη μηχανοκίνητη κινητικότητα: και τι είδους υποδομές θα είναι: ατελείς και χωρίς υποστήριξη όπως οι υλοποιημένοι ποδηλατόδρομοι: Τέτοιου τύπου προτάσεις, προϋποθέτουν, σε μία πραγματιστική μεθόδευση, πολλά βήματα έως την υλοποίησή τους και υψηλούς προϋπολογισμούς. Κινδυνεύουν δε να μείνουν ημιτελείς αν δεν αντιμετωπισθούν συνολικά όπως στην περίπτωση των ποδηλατοδρόμων που ακόμα και με τον τρόπο που υλοποιήθηκε δεν ήταν και χαμηλού προϋπολογισμού, υλοποιώντας ένα μη βιώσιμο παράδειγμα λόγω ελλιπούς προγραμματισμού.

Συνοψίζοντας, λέω ναι στις καινοτόμες προτάσεις προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης και διαφωνώ με τη μεθόδευση. Πιστεύω ότι πρέπει να επιδιώξουμε ολοκληρωμένες λύσεις, με σωστούς και υψηλούς προϋπολογισμούς για να μπορέσουν να υλοποιηθούν ολοκληρωμένα έργα. Απλά πρέπει να επιλέξουμε περιορισμένο αριθμό επεμβάσεων που να εξασφαλίζουν μία ολοκληρωμένη δράση, με εξαιρετικά επεξεργασμένα κριτήρια επιλογής και πολύ δουλειά τόσο στην προετοιμασία όσο και στη διαχείριση. Επίσης, ακριβώς λόγω της τρέχουσας συγκυρίας πρέπει να επιδιωχθεί η υλοποίηση έργων με σοβαρούς όρους και η προσοχή να στραφεί στην εξασφάλιση εισροής κεφαλαίων στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων ως μέσο τόνωσης του κατασκευαστικού κλάδου και της αγοράς, γεγονός που θα αποδώσει καρπούς και προς την κατεύθυνση της αύξησης της επιχειρηματικότητας και της αναζωογόνησης της πόλης.

Το στρατηγικό σχέδιο λοιπόν για να αποδώσει πρέπει να βασισθεί στις ιδιαιτερότητες του πολεοδομικού προβλήματος της Θεσσαλονίκης με τεχνικά τεκμηριωμένους όρους και με επιδιώξεις κοινωνικής συναίνεσης. Επίσης να περιλαμβάνει πολιτική εξεύρεσης κεφαλαίων, και ένα επιτελικό όργανο που να λειτουργεί σε τοπικό επίπεδο και με κατάλληλη τεχνογνωσία ώστε να λειτουργεί και διορθωτικά μέσα στην πολεοδομική δυναμική των μεταβολών που θα επιφέρουν οι ίδιες οι επεμβάσεις. Αυτός όμως ο προβληματισμός αν και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των πρακτικών προς την υλοποίηση βιώσιμης ανάπτυξης ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο.

Θεσσαλονίκη 15/4/2010. Ευχαριστώ, και ελπίζω να πρόσθεσα κάτι στο διάλογο.